- Ιπποβινος
- ἹππόβινοςἹππό-βῑνοςὅ насмешл. имя («Qui coit cum equa») вм. Ἱππόνικος Arph.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Ιππόβινος — Ἱππόβινος, ὁ (Α) (κωμική διαστροφή τού ονόματος τού Ιππονίκου) ιππόπορνος*, πολύ ασελγής («Καλλίαν... τόν Ἱπποβίνου κύσθον λεοντῆν ναυμαχεῑν ἐνημμένον» ο Καλλίας, ο γιος τού Ιπποπόρνου, ναυμαχεί με ένα χύστρο φορώντας δέρμα λιονταριού, Αριστοφ.) … Dictionary of Greek
Ἱπποβίνου — Ἱππόβινος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)